- γιάντες
- το(λ. τουρκ.), είδος στοιχήματος: Κάναμε γιάντες και έχασα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιάντες — 1. είδος παιχνιδιού μνήμης, με στοίχημα ανάμεσα σε δύο παίκτες χάνει εκείνος που όταν παίρνει κάτι από τα χέρια τού άλλου, λησμονά να αναφέρει μία από τις φράσεις «τό θυμάμαι» ή «τό ξέρω», οπότε ο άλλος κερδίζει λέγοντας γιάντες 2. (επεκτ.)… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
iadeş — IÁDEŞ, iadeşuri, s.n. Os, în formă de furcă, de la pieptul păsărilor, format din oasele claviculelor sudate în partea inferioară. ♦ Rămăşag care începe prin ruperea acestui os. – Din tc. yades. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 IÁDEŞ s … Dicționar Român